-
1 οὔριος
οὔριος, auch 2 Endgn, 1) mit günstigem Winde, guten Wind habend; οὐρίῳ πλάτῃ, Soph. Phil. 355; γένοιτο δὲ πλοῦς οὔριός τε κεὐσταλής, 769 (wie Eur. I. A. 1596, πομπή 352); δρόμος, Ai. 873; übertr., ταύτην νόμιζε τὴν πόλιν χρόνῳ ποτὲ ἐξ οὐρίων δραμοῦσαν εἰς βυϑὸν πεσεῖν, 1062, wobei man ἀνέμων ergänzt, von günstigen Winden getrieben, vgl. Lob. zur Stelle; gut von Statten gehend, glücklich, πρᾶξιν οὐρίαν ϑέλων, Aesch. Ch. 801; οὔριος δρόμος ἐκ κακῶν, Eur. Herc. Fur. 95, der auch οὔριον πνεῦμα u. οὐρίας πνοάς vrbdt, Hel. 1679 Hec. 900, öfter; νεὼς οὔριον πτερόν, Hel. 146; εἶτ' ἀφήσω κατὰ κῦμ' ἐμαυτὸν οὔριον, ich lasse mich mit günstigem Winde treiben, Ar. Equ. 431; auch ἐξ ἀνϑράκων φέψαλος ἀνήλατ' ἐρεϑιζόμενος οὐρίᾳ ῥιπίδι, Ach. 641; u. adverbial, ἔτι γὰρ νῦν οὔρια ϑεῖτε, Lys. 550, laufet mit günstigem Winde; u. einzeln in Prosa, ἄνεμος Thuc. 7, 53, ἦν δὲ τὸ πνεῦμα οὔριον Xen. Hell. 1, 6, 37; οὔριος ἄνεμος Pol., 44, 3. – Auch Zeus, der günstigen Fahrwind sendet, heißt οὔριος, Aesch. Suppl. 589; Alciphr. 2, 4. – Ἡ οὐρία, der günstige Wind, wie οὖρος, Plat. Prot. 338 a; so ἐξ οὐρίας πλεῖν, Pol. 1, 47, 2. – 2) οὔριον ὠόν, = οὔρινον, w. m. s.
-
2 οὔριος
A with a fair wind, οὔ. πλοῦς a prosperous voyage, ib. 780, E.IA 1596;οὔ. δρόμος S.Aj. 889
(lyr.); ; of a ship,οὔ. πλάτη S.Ph. 355
; ; νεὼς πτερόν ib. 147; : neut. pl. as Adv., οὔρια θεῖν to run before the wind, Id.Lys. 550; cf. infr. 11.2.2 metaph., prosperous, successful, (lyr.), cf. E.HF95; ;βίοτος AP7.164.10
(Antip. Sid.): neut. pl. οὔρια as Adv., E.Hel. 1588 (codd., but prob. οὔριοι).II prospering, favouring, πνεῦμα, πνοαί, ib. 1663, Hec. 900, X.HG1.6.37;ἐπὶ τοὺς Αθηναίους οὔριος ἄνεμος Th.7.53
: Com. of bellows,οὐρίᾳ ῥιπίδι Ar.Ach. 669
. Adv. [comp] Sup. , 178.2 οὐρία (sc. πνοή), ἡ, = οὖρος, a fair wind, Archil.(?) in PLit.Lond.54, etc.; οὐρίᾳ ἐφέντα (sc. ἑαυτόν or τὸ πλοῖον) running before the wind, Pl.Prt. 338a; ἐξ οὐρίας διαδραμεῖν, πλεῖν, Arist.Mech. 851b6, Plb.1.47.2; also,ἐξ οὐρίων δραμοῦσαν S.Aj. 1083
;πάντα ἐξ οὐρίων θεῖ Lib.Ep. 178
;ἐν οὐρίῳ πλεῖν Luc. Lex.15
.III Ζεὺς οὔριος as sending fair winds, i. e. conducting things to a happy issue, A.Supp. 594 (lyr.), AP12.53.8 (Mel.), BMus.Inscr. 1012 ([place name] Chalcedon), OGI368 (Delos, ii B. C.), etc.;οὔριος.. ἐπίλαμψον ἐμῷ καὶ ἔρωτι καὶ ἱστῷ Κύπρι AP5.16
(Gaet.).IV οὔ. ᾠόν a wind-egg, = ὑπηνέμιον, Arist. GA 753a22, etc.; those laid in spring were called ζεφύρια, those in autumn κυνόσουρα, Id.HA 560a5 (v.l. οὔρινα).------------------------------------ -
3 ούριος
-
4 ουριος
I1) попутный, благоприятный(ἄνεμος Thuc.; πνεῦμα Eur., Plut.; πνοαί Xen.)
2) идущий под попутным ветром(πλάτη Soph.; λαῖφος Eur.)
3) совершаемый с попутным ветром, благополучный(δρόμος Soph.; πλοῦς Eur.)
4) успешный, счастливый(πρᾶξις Aesch.; βίοτος Anth.)
IIὅ (sc. ἄνεμος) попутный ветерἐξ οὐρίων δραμεῖν Soph. и ἐν οὐρίῳ πλεῖν Luc. — идти с попутным ветром
-
5 άνεμος
ο1) ветер;ενάντιος άνεμος — встречный ветер;
ούριος ( — или πρίμος) άνεμος — попутный ветер;
2) πλ. ветры, газы;3) перен.: δουλειές τού ανέμου бесплодные занятия; пустое дело; λόγια τού ανέμου пустые слова; τί έκαμε;— — τον άνεμο κουβάρι! — что он сделал? — ничего!;
§ επί πτερύγων ανέμων а) как ветром сдуло; б) ветер в голове (о пустом, тщеславном человеке);στη διάθεση των τεσσάρων ανέμων по воле ветра; на произвол судьбы;άς πάει στον άνεμο! — а) пошёл к чёрту!; — б) чёрт с ним, ладно;
άνεμος πού δεν μποδίζει, αφησε τον κι' ας βουίζει — посл, собака лает — ветер носит
См. также в других словарях:
ούριος — (I) και ούργιος, α, ο (ΑΜ οὔριος, ία, ον, Α θηλ. και ος) [ούρος (II)] 1. (ιδίως για άνεμο) αυτός που πνέει κατά τον διαμήκη άξονα τού πλοίου με κατεύθυνση από την πρύμνη προς την πλώρη, ευνοϊκός 2. αυτός που έχει καλό, ευνοϊκό άνεμο («γένοιτο δὲ… … Dictionary of Greek
επουρίζω — (AM ἐπουρίζω) (για άνεμο) αρχίζω να γίνομαι ούριος νεοελλ. αλλάζω την πορεία ιστιοφόρου από πλεύση πλαγιοδρομίας σε πλεύση ουριοδρομίας, αρμενίζω στα πρύμα αρχ. 1. (για θάλασσα) ωθώ προς τα εμπρός ως ούριος άνεμος («ἐπουρίζοντος δὲ τοῡ πελάγους… … Dictionary of Greek
άημι — ἄημι (Α) Ι ενεργ. 1. (κυρίως για ανέμους) φυσώ, πνέω 2. αναπνέω, εισπνέω παθ. ἄημαι 1. χτυπιέμαι, δέρνομαι ή καταβάλλομαι από τον άνεμο 2. (για ήχους) μεταφέρομαι, διαδίδομαι με τον αέρα 3. αμφιταλαντεύομαι, φέρομαι εδώ κι εκεί από αμφιβολία ή… … Dictionary of Greek
ευαερία — εὐαερία, ἡ (ΑΜ, Α και ιων. τ. εὐηερίη) [ευάερος] 1. η δροσερότητα τού αέρα, η δροσιά αρχ. 1. η λαμπρότητα τού καιρού 2. ούριος άνεμος … Dictionary of Greek
ευηνεμία — εὐηνεμία, ἡ (Α) [ευήνεμος] ούριος άνεμος … Dictionary of Greek
ναυσίπομπος — ναυσίπομπος, ον (Α) (για τον άνεμο) αυτός που κινεί το πλοίο, δηλ. ο ούριος άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + πομπός (< πέμπω)] … Dictionary of Greek
ούρος — (I) οὖρος, ὁ (Α) φύλακας, φρουρός, επόπτης («Νέστωρ οἷος ἔμιμνε Γερήνιος, οὖρος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ορώ]. (II) οὖρος, ὁ (Α) ούριος άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οὖρος ανάγεται πιθ. σε *ὄρFος και συνδέεται με το ρ. ὄρνυμαι / ὀρούω. Στην… … Dictionary of Greek
συνεπουρίζω — Α ωθώ προς τα μπρος, όπως κάνει ο ούριος άνεμος στα πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπουρίζω «ωθώ, σπρώχνω»] … Dictionary of Greek
πανούριος — ον, Α (για άνεμο) εντελώς ούριος, πολύ ευνοϊκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + οὔριος (< οὖρος «ευνοϊκός άνεμος»)] … Dictionary of Greek
επίφορος — ο (Α ἐπίφορος, ον) [επιφέρω] νεοελλ. ναυτ. (για άνεμο) αυτός που πέφτει κάθετα στο ιστίο τού πλοίου, κν. άνεμος τής φούσκας αρχ. 1. αυτός που οδηγεί σε μια διεύθυνση («εἰ ἄνεμος ἐπεγένετο τῇ φλογὶ ἐπίφορος ἐς αὐτὴν [τὴν πόλιν]», Θουκ.] 2. (για… … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek