Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οὔριος ἄνεμος

См. также в других словарях:

  • ούριος — (I) και ούργιος, α, ο (ΑΜ οὔριος, ία, ον, Α θηλ. και ος) [ούρος (II)] 1. (ιδίως για άνεμο) αυτός που πνέει κατά τον διαμήκη άξονα τού πλοίου με κατεύθυνση από την πρύμνη προς την πλώρη, ευνοϊκός 2. αυτός που έχει καλό, ευνοϊκό άνεμο («γένοιτο δὲ… …   Dictionary of Greek

  • επουρίζω — (AM ἐπουρίζω) (για άνεμο) αρχίζω να γίνομαι ούριος νεοελλ. αλλάζω την πορεία ιστιοφόρου από πλεύση πλαγιοδρομίας σε πλεύση ουριοδρομίας, αρμενίζω στα πρύμα αρχ. 1. (για θάλασσα) ωθώ προς τα εμπρός ως ούριος άνεμος («ἐπουρίζοντος δὲ τοῡ πελάγους… …   Dictionary of Greek

  • άημι — ἄημι (Α) Ι ενεργ. 1. (κυρίως για ανέμους) φυσώ, πνέω 2. αναπνέω, εισπνέω παθ. ἄημαι 1. χτυπιέμαι, δέρνομαι ή καταβάλλομαι από τον άνεμο 2. (για ήχους) μεταφέρομαι, διαδίδομαι με τον αέρα 3. αμφιταλαντεύομαι, φέρομαι εδώ κι εκεί από αμφιβολία ή… …   Dictionary of Greek

  • ευαερία — εὐαερία, ἡ (ΑΜ, Α και ιων. τ. εὐηερίη) [ευάερος] 1. η δροσερότητα τού αέρα, η δροσιά αρχ. 1. η λαμπρότητα τού καιρού 2. ούριος άνεμος …   Dictionary of Greek

  • ευηνεμία — εὐηνεμία, ἡ (Α) [ευήνεμος] ούριος άνεμος …   Dictionary of Greek

  • ναυσίπομπος — ναυσίπομπος, ον (Α) (για τον άνεμο) αυτός που κινεί το πλοίο, δηλ. ο ούριος άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + πομπός (< πέμπω)] …   Dictionary of Greek

  • ούρος — (I) οὖρος, ὁ (Α) φύλακας, φρουρός, επόπτης («Νέστωρ οἷος ἔμιμνε Γερήνιος, οὖρος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ορώ]. (II) οὖρος, ὁ (Α) ούριος άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οὖρος ανάγεται πιθ. σε *ὄρFος και συνδέεται με το ρ. ὄρνυμαι / ὀρούω. Στην… …   Dictionary of Greek

  • συνεπουρίζω — Α ωθώ προς τα μπρος, όπως κάνει ο ούριος άνεμος στα πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπουρίζω «ωθώ, σπρώχνω»] …   Dictionary of Greek

  • πανούριος — ον, Α (για άνεμο) εντελώς ούριος, πολύ ευνοϊκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + οὔριος (< οὖρος «ευνοϊκός άνεμος»)] …   Dictionary of Greek

  • επίφορος — ο (Α ἐπίφορος, ον) [επιφέρω] νεοελλ. ναυτ. (για άνεμο) αυτός που πέφτει κάθετα στο ιστίο τού πλοίου, κν. άνεμος τής φούσκας αρχ. 1. αυτός που οδηγεί σε μια διεύθυνση («εἰ ἄνεμος ἐπεγένετο τῇ φλογὶ ἐπίφορος ἐς αὐτὴν [τὴν πόλιν]», Θουκ.] 2. (για… …   Dictionary of Greek

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»